Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/2/12

Ατιτλο

Παράξενα, σαν πόλη με κοιτάς.
Ακίνητη να στέκω, στο ταξίδι σου μπροστά..
Κι όμως.. κοιτάς εμένα. Όχι τη θάλασσα...
Ίσως, γιατί μαζί σου τη κουβαλάς..
Εγώ θα σου λείψω... το παράθυρο... η καρέκλα
που στέκομαι κάθε πρωί, κοιτώντας έξω, και κάθε δείλι..
Χαρισέ μου μια σταγόνα βροχής.. Υπόσχομαι..
Δε θ΄αποχωριστώ ποτέ το αρωμά σου.. Συννεφιά μου...
Που η καρδιά μου σε ονόμασε Αγάπη...

Ατιτλο

Από τις άκρες του φεγγαριού θα πιαστώ,
από το φως που στάζουν τα μάτια σου στην καρδιά μου.
Θαρρείς ποτάμι είναι, να γλυστρίσω με καλεί
στη καρδιά σου...
Πατήματα αστερόφωτα, ντυμένα σκιές...
Αόρατα κυλούν από κορφή σε κορφή,
ως τον αδάμαστο βράχο..
Που τόσο γλύκανε το φως σου..
Ποιος μίλησε για βράχο; Σύννεφο είναι πια...
Σκορπίζει το ονομά σου σε όλα τα άνθη..

Ατιτλο

Το τραγούδι σταμάτησε στις άκρες των δαχτύλων σου..
Τελευταία πνοή, ένα δάκρυ... Σκίρτησε η καρδιά.
Και σώπασε.
Άπνοη η χέρσα γη, υποδέχτηκε, πελώριο το φεγγάρι.
Μάτια δεν είχε να κλάψει ο ουρανός...
Φοβήθηκες πως θα βρέξει, άνοιξες ομπρέλα.Μάταια.
Μάτια δεν είχε ο ουρανός πια να σε δει.
Στα κλειστά του βλέφαρα, τυλίχτηκα, να μη βλέπω το φεγγάρι.
Κουκουλώθηκα τη σιωπή, σιωπή μου,
ακολουθόντας στα ονειρά μου, σκιές ονείρων.
"Παράξενο" , είπες, κι έκλεισες την ομπρέλα..
Τα δαχτυλά σου υγρά, θα βρέξει φοβήθηκες..
Δε φαντάστηκες στιγμή, πως φιλιά ήτανε...
ύστατο αντίο, ψυχής.. Μιας προσευχής...
Που σώπασε πια.. και "πάει"..

Άτιτλο

Μέρες τυφλές σκορπάνε τ΄αρωμά τους
και συ, αναμεσά τους
σα το παιδί το φως να κυνηγάς.
Μπλέκονται στα κλαδιά τους οι έγνοιες
ως χαρταετοί,
κι όπως πυκνώνει συνεχώς το δάσος
το νιώθεις,
πως όπου νά΄ναι ο λύκος θα φανεί.
Το φως θα κυνηγάει
σαν εσένα,
το φεγγάρι στα δόντια του τροφή.

Πως να μερέψεις.. πως,
τον λύκο που γυρνά όταν κοιμάσαι
ή όταν ξάγρυπνος αστέρια αναζητάς
και της Σελήνης το ξεσχισμένο πέπλο.
Ένα καθρέφτη
θα σου χαρίσω αν με βρεις,
να βρεις ό,τι ζητάς κι ό,τι γυρεύεις.
Στα μάτια αν με κοιτάξεις θα τον δεις..

Κι ας μη με βρεις.. κι ας μη σε δω..
Το ψέμα μας θα μοιάζει αληθινό.
Κι αν είναι όνειρο η ζωή,
ίσως αργήσει , στο ψέμα, ο λύκος να μας δει.
Κάθε του δόντι ένα δέντρο
που φύτεψε στην ψυχή ο χρόνος.
Τα μάτια του
τυφλά όπως οι σκέψεις...

Σε κοιτά με τα δικά σου μάτια,
όταν δεν έχεις τρόπο να κρυφτείς.

14/2/12

Άτιτλο

Ποια μυστική Ωδή, ξεκλείδωσε τα κόκκινα βελούδινα ενδύματα, βασίλισσά μου γεννημένη στη σιωπή, και ρόδισαν τα μάγουλα από του πόθου το ζεστό χνώτο, προτού ακόμη το μαλακό ακροβάδισμα των δαχτύλων ανταμώσει των αγκαθιών τις αιχμές στου φεγγαριού το κρυφό μονοπάτι;
Δεν είναι όλα στο φως, πλασμένα με φως... Το ίδιο το φως σκοτεινής μήτρας γέννημα είναι... Όπως τα περισσότερα παιδιά του φωτός, σκιές... Και συ έχεις απλώσει τη σκιά σου , συννεφιασμένε έρωτά μου, αγάπης όνειρο... και στη σκιά σου ζω, σκιρτώ, ανασαίνω...
Σύννεφο γίνομαι που ταξιδεύω στους ποταμούς και τις πηγές, τις ασημένιες και πράσινες λίμνες όπου λούζεται η νύμφη των γαλανών σου ματιών, ελπίζοντας, μια στάλα να πιεις από μενα.. Μια στάλα να πιω απ΄το υγρό γυμνό σου κορμί... Μια στάλα φως απ τα ξανθά σου μαλλιά... ανάσα από τα κόκκινα χείλη σου...
Φοβάμαι να πω πόσο με μεθά τ' άρωμά σου, πόσο το χάδι σου, Ψυχή μου, γλυκά μου φαρμακώνει το αίμα, την ζωή μου ορίζοντας..την θέλησή μου...
Μια νύχτα που οι φωτιές θα ανεβαίνουνε ως τον ουρανό, σκεπάζοντας οι καπνοί τη σελήνη, θα χάσεις το δρόμο σου, κόρη του φωτός, και θα έλθεις απέναντί μου.. τις φλόγες κοιτώντας.. παρατηρώντας με ως να μ' έβλεπες πρώτη φορά, πόλη που καίγεται, για να έχει παντού δρόμο να βαδίσει η δική σου Άνοιξη...
Όταν η φωτιά δε θα αφήσει τίποτα όρθιο.. όταν τίποτ' άλλο δεν θα μείνει να κατασπαράξει.. παρεκτός εκείνο που δε μπορεί να γίνει στάχτη, να λυτρωθεί.. η καρδιά μου... ο δικός της χτύπος ωδή στερνή, ατέλευτη, θα ψιθυρίζει τ'ονομά σου.. γλυκά... ήρεμα.. όπως γνωρίζουν οι καρδιές να μιλάνε.. Άλλο από τ' όνομά σου δεν θα ακούγεται... Τίποτε άλλο, παρεκτός την καρδιά σου.. Καρδιά μου!

10/2/12

Ατιτλο

Κάλπικα κέρματα, παλιά φεγγάρια,
στη χούφτα βάσταγες τα βράδια...
Στη τόση θλίψη σου είχα απορήσει
πως λάμπεις όμορφα σαν δύση!

Κάθε φεγγάρι, απ’ τά θαμμένα,
στα μάτια φώτιζε τα περασμένα,
ασήμι γλίστρησε στο μάγουλό σου
και σφράγισε τα χείλη σου κερί.

9/2/12

ατιτλο

Ξέρω πως ήμουν άδικος μαζί σου
στο όνομα της αλήθειας.
Δεχόσουν στωικά το άδικο
στο όνομα της αλήθειας,
επιτρέποντας μου να σε αργοσκοτώνω στο Φως.
"Η αλήθεια" έλεγες " είναι προτιμότερη από το ψέμα".
Να ήξερες αλήθεια πόσο με βόλευε αυτό.
Φορές φορές γινόμουν απίστευτα σκληρός μαζί σου,
ξεπερνώντας με Δούρειο Ίππο την ανοχή σου
τις ανοχές μου.
Δε σε αγάπησα. Δε σε μισώ.
Δε μπορώ να πω, "δε σε νοιάζομαι".
Φαντάζομαι θα σου έκανε καλό μακριά μου.
Όταν γίνομαι κακός σε θέλω κοντά.
Κι όταν θέλω το καλό σου σκληραίνω..
Μα δε συμβαίνει πάντα.
Γιατί δεν είμαι σίγουρος
πιο είναι για σένα το καλύτερο.
Μου λες πως δε σε ξέρω,
μα σε γνωρίζω καλύτερα από εμένα.
Γι αυτό μπορώ τόσο καλά να σε χρησιμοποιώ
κι ενώ σου έχω ανοίξει την πόρτα
κι είσαι έτοιμη να το βάλεις στα πόδια
με μια λέξη να σε βαστώ εδώ..
Χωρίς τίποτα να σου τάζω.
Ακόμη και τώρα, σ αυτό το γράμμα
δε κρύβω την αλήθεια
παρότι φανερώνω περισσότερα
από όσα χρειάζεσαι ή ζήτησες να μάθεις.
Ίσως, επειδή δε θέλω καμία ενοχή
που τόσο σκληρά σου φέρομαι...
Ίσως, γιατί γνωρίζω
πως ακόμα κι έτσι
η θέλησή σου μου ανήκει..

Άτιτλο

Σκοτεινό κάτοπτρο τα μάτια σου,
σκοτεινή η ψυχή.. Φοβισμένη...
Σου λέω "έλα",
μα συ δε μπορείς να δεις το φως.
Σβήνεται ο ήχος πριν σε φτάσει
στον απόηχο των βημάτων σου,
καθώς γύρω γύρω γυρνάς
πληγωμένο θηρίο,
στον ίδιο κύκλο.
Αιμοραγεί η ψυχή σου σκοτάδι...
Κι όλο κρύβεσαι.. σε καταπίνει η σκιά.

Μάταια... μάταια προσπαθώ να δω
τα μάτια σου.....

άτιτλο

Ποιος χρόνος..
ποιος τόπος...
ποιο φως και ποια καρδιά...
Και πως να τη γνωρίσω...
Πόσο καιρό, ταξιδεύουν τα άστρα
πρωτού συνθλιβούν
το ένα
πάνω στο άλλο.

Κι ύστερα φωτιά..
κι ύστερα σιωπή..
ένα ακόμη ταξίδι..

2/2/12

Ατιτλο

Κάθε που διάβαζα ένα μήνυμα,
τους πάπυρους έκαιγα...
Σκόρπιζα στο χιονιά τις στάχτες.
Δεν είναι πως δεν αγάπησα τις λέξεις..
Μα που τόσο όμορφα
ο άνεμος ταξιδεύει τις στάχτες..
Έτσι, που να μην ξέρω κάποτε
αν υπήρξα.. υπήρξες.. αν ματώσαμε.
Να μπορώ να σε σκέφτομαι
σα νιφάδα χιονιού, πάλλευκη....
Κι εγώ παιδί χαρούμενο που σε κοιτάζω..
Κάθε φορά ξεκινώ να έρθω
στα όνειρά σου...
Νύχτες παγωμένες, έναστρες...
Μα με προλαβαίνει η αυγή..
Βήμα μετέωρο η ψυχή...
και συ νιφάδα που λιώνει
μες την παλάμη μου...

Άτιτλο

Σαν μέλι κυλάει ο χρόνος αργά, σκαλώνοντας σε μνήμες... Μνήμες τραχιές.. και μνήμες γλυκές. Παράξενο που δε πρόφτασε να τον αγγίξει η ψυχή. Μπροστά από τα μάτια της περάσανε μέρες και νύχτες, άστρα και συννεφιές.. Κι ένας ήλιος Λαμπρός, που έκανε τα πέταλα και τους μίσχους από τα άνθη, το κύμα και τη θάλασσα να ριγήσουν από ηδονή. Σαν διαβάτες, που περνώντας κλέβανε το βλέμμα καθώς κατάματα κοιτούσανε, και με μουσική υπόκρουση των βημάτων και της καρδιάς, το παίρνανε μαζί τους.. και φεύγανε. Πόσα παλιά ενδύματα, πεσμένα ολόγυρα.. Πόσα παπούτσια ταγκό.. Χνάρια ημερών που προχωρήσανε, φύγανε, ξεχνώντας εδώ καρδιά και κορμί. Φτερουγίζει η ψυχή στις απουσίες γυρεύοντας εκείνο που λείπει. Κι ύστερα γκρεμίζεται στο κενό. Στο πάτωμα ακίνητη, θυμάται.. ονειρεύεται.. Όνειρα που λησμονήσανε να μιλούν, όνειρα που στέκουνε ακίνητα σα τα φτερά της ψυχής, όπως κοπάδι προβάτων μέσα στην ομίχλη... Η ησυχία τραβάει τις παλιές μέρες σαν το μαγνήτη... Δειλά πλησιάζουνε το θεριό της ψυχής καθώς κείτεται στο πάτωμα... Πίνουν από τα βλέφαρα που σκεπάζουν τα μάτια... στεγνώνουν τα μάγουλα. Κι αθόρυβα χάνονται πάλι αφήνοντας όχθη γυμνή, πληγή, το δρόμο που κύλησε το δάκρυ. Τόσο γυμνή, τόσο πληγή, που το δάκρυ τρέμει μη κυλήσει ξανά..
Η Άνοιξη Γαλαξίας μακρινός. Ράγισε η καρδιά από το κρύο.. Μαύρο έτρεξε νερό.. Μαύρα δάκρυα που ποτέ δε φτάσανε στα μάτια να γίνουνε μαργαριτάρια... Να τα φυλάξει ένα ένα στη θάλασσα.. σαν ευχές. Ή στον ουρανό.. ως άστρα.. Μια ξεχασμένη φωτογραφία στο πορτοφόλι , κύλησε από τη ρωγμή της καρδιάς της ως τα πόδια.. Παράξενο. Γιατί το πορτοφόλι διπλοκλειδωμένο. Ανεξήγητο μυστήριο η καρδιά.. Που βρίσκει, που κρύβει τα κλειδιά.. Ότι ώρα θέλει ανοίγει... Ότι ώρα θέλει, κλείνει... Μια ματιά στη φωτογραφία αρκεί να γίνουν τα πόδια της μάρμαρο. "Έχουνε δίκιο", σκέφθηκε, "πως οι μνήμες σκοτώνουν. Κι αν δε σκοτώσουνε… φαρμακώνουν" ...
Κι όμως, κάτι μέσα της, της λέει να συνεχίσει... πως ο χειμώνας είναι η Άνοιξη που κοιμάται.. Κι ο χρόνος ένας παιχνιδιάρης έφηβος που γέρασε και ζηλεύει, το μέλι που κυλάει απ’ τις καρδιές των ανθρώπων, όταν γελάνε, χορεύουν, ερωτεύονται.. Το μέλι, που δεν καταφέρνει μες την αιωνιότητά του να γευτεί... Το μέλι που γεννά η μέλισσα της ζωής, κάθε που δυο ανθρώπινες καρδιές σμίγουνε... με τόσο πόνο που γεννά Αγάπη.. Τόση αγάπη που γεννά Φως, που καταργεί τον πόνο...
Κι ενώ πονά.. συνεχίζει.. Στο όνομα των άστρων που ακόμα δεν υπήρξανε...
Νικόλας Παπανικολόπουλος

καληνύχτα

Καληνύχτα,
στου μεταξιού τη θάλασσα
ταξίδι να σε πάει.....
σε κάθε κύμα της ψυχής
φιλί να σε κερνάει...

Ακροβάτης

ανάμεσα σε δυο κόσμους..
Το ίδιο σχοινί.. η ίδια απόσταση.
Εσύ και στον ένα και στον άλλο..
Έχει νόημα να περάσεις απέναντι;
Ίσως το πιο βαθύ σημειο της επαφής
το κενό να είναι...
Μα δε θα το μάθεις ποτέ
χωρίς να περάσεις στην άλλη άκρη..
Αν ανήκεις εκεί ή εδώ...

Κι είναι φορές που δε μπορείς
να σταματήσεις πετάλι να κάνεις..
Μη κοιτάς κάτω , μόνο εμπρός..

1/2/12

Ανατολή

Βήμα το βήμα μάκρυνες
το φως θα σε σκεπάσει.
Το κόκκινο θα κλέψει της αυγής
από τα μάγουλά σου...
Δύση θα γίνει.. μα προχωράς,
κοιτώντας πέρα
από το σβήσιμο των περιγραμμάτων.
Στην κοιμισμένη Ανατολή,
που σ΄ονειρεύεται..