Ποιος φόβος κατέχει την αλήθεια
και με μισόκλειστα τα μάτια τη κοιτά,
κι ενώ εκείνη ξεψυχά από συνήθεια
αμίλητος στον ιδιο δρόμο περπατά;
Κάνει τσιγάρο, μα είναι το χέρι που καπνίζει
μέσα στις φλέβες του κοιμάται η φωτιά,
κάρβουνο τα όνειρά του συγιρίζει
μάταια ο νους μες την καρδιά.
Ένα ερείπιο, χαλάσματα, μα στέκει
στα δυο του πόδια σφίγγοντας τη γροθιά,
αχ νά' τανε τα δάχτυλα μαχαίρι
τη πονεμένη να ξεριζώνανε καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου