Το μακρύ Παλτό, έκρυβε όλες τις αδυναμίες του. Τον έκανε να
μοιάζει ψηλότερος, πιο άνετος, λιγότερο εκτεθειμένος. Τα χέρια τα βάσταγε στην
τσέπη, όπου μπορούσε να παίζει με τα δάχτυλα δίχως κανένας να καταλαβαίνει την
αμηχανία του. Γύρω του όλοι κρυώνανε.... εκείνος ακόμα ζεστός. Το κρύο δεν
μπορούσε εύκολα να εισχωρήσει στο παλτό του.
Το νιαούρισμα μιας γάτας τον ξάφνιασε ευχάριστα. Έκανε ένα βήμα πίσω, για να έχει καλύτερη θεώρηση του χώρου, κι είδε μια μαύρη γάτα να πηδάει από τα κεραμίδια ενός ετοιμόρροπου κτηρίου, και να τον πλησιάζει. Η γάτα ήρθε και με σηκωμένη την ουρά και το τρίχωμα, τρίφτηκε επάνω του. " Θα με γεμίσει τρίχες", σκέφτηκε. "Άπιστες οι γάτες, σαν τις γυναίκες, σαν κάποιες γυναίκες". Συνέλαβε τον εαυτό του να ταυτίζεται με τον χαρακτήρα που απέδιδε στην γάτα, γοητευτικό, αλλά και συνάμα ενοχλητικό πολύ. Με τα πόδια του την έσπρωξε μακριά, μα κείνη πείσμωσε, νιαούρισε πιο δυνατά, και πάλι πλησίασε. Για να την χαϊδέψει, μήτε λόγος. Πολύ το κρύο!
Η πόρτα επιτέλους άνοιξε... "Τι θέλετε;" Τον ρώτησε μια γηραιά κυρία. Ήταν λεπτή, σα να την είχε κι όλας στραγγίξει ο χάρος. Τα χέρια της τρέμανε και δίχως άλλο όλος αυτός ο χρόνος της αναμονής της ήταν απαραίτητος, για να σύρει τα πόδια της ως την πόρτα... Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της θαμπά, σχεδόν άσπρα μάτια. Μα το έκανε με τρόπο που να μην κοιτάει την ψυχή. Η μαύρη γάτα, βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στο σπίτι. Ίσως αυτό από την αρχή να ήθελε, καθόλου αθώο λοιπόν το νιαούρισμά της. Πήρε ανάσα: "Είστε η κυρία Τάδε του κύριου Τάδε;" "Δεν θυμάμαι ποια είμαι", πήρε την συμφορητική απάντηση. Γύρω είχαν μαζευτεί σε μικρή απόσταση κόσμος, γείτονες προφανώς. Γύρισε προς εκείνους... "Εδώ δεν μένει η κυρία Τάδε του Τάδε;" Μικρό σούσουρο.... "Μου είπανε να παραδώσω αυτό το ένταλμα σε αυτό το σπίτι..." Κι από την τσέπη του παλτού του έβγαλε μία χαρτοταινία, κι άρχισε να το κολλάει στην πόρτα. Η γριά κυρία, αμίλητη τον κοίταγε.... "Εγώ ξέρω που μένει τώρα αυτή που ζητάτε"... Γύρισε και κοίταξε απορημένος. Ήταν ένα κορίτσι, γύρω στα δεκαεννιά - είκοσι χρονών. Θα μπορούσε να είχε φύγει τότε, άλλωστε η παράδοση είχε ολοκληρωθεί κατά το γράμμα του νόμου. Όμως το κορίτσι μίλησε με σιγουριά μεγάλη και το κυριότερο, ήτανε πολύ όμορφη! "Είναι εδώ κοντά;" ρώτησε τάχα ασυγκίνητος από την ομορφιά της, αρκετά αυστηρά. "Δεν έχω χρόνο για χάσιμο"... "Εδώ παραδίπλα, σας λέω, πολύ κοντά" Δίστασε, απόρησε μήπως δεν ήτανε φρόνιμο να παρακάμψει την διαδικασία. Μα την απάντηση την βρήκε στα μάτια της... "Μπορείτε να με πάτε τώρα; " "Μα φυσικά.." Σούσουρο απλώθηκε ανάμεσα στους λιγοστούς περίεργους του περίγυρου... Ποιο ήταν αυτό το κορίτσι, τι ήξερε που εκείνοι χρόνια αγνοούσαν, και ποια αυτή η τρελόγρια που χρόνια τώρα, στοιχειώνει την φτωχή μα χαρούμενη γειτονιά τους με σιωπή και θλίψη; Μα στο μεταξύ, ο Άγνωστος Κύριος με το παλτό, κι η νεαρή με το χρωματιστό φουστάνι και την εκρού, πλεχτή ζακέτα, είχανε κι όλας αναχωρήσει...
Ο Άνδρας είχε συνηθίσει να μην γελάει εύκολα, λόγο της εργασίας που χρόνια τώρα έκανε... Ήτανε γύρω στα τριανταπέντε, μοναχικός, δύστροπος χαρακτήρας... Φοβισμένος θα έλεγα.. Φοβότανε την μοναξιά μα τους ανθρώπους περισσότερο. Η στάση του μόνιμα επιθετική. Δεν ήταν από εκείνους που θα κορτάρανε εύκολα, ή που θα τον πρόσεχε κάποια. Πιο πολύ έδινε την εντύπωση της σκιάς ενός άνδρα, κι αυτό τόνιζε περισσότερο το παλτό που φόραγε, καθώς χανόντουσαν σε μικρά σοκάκια με την άγνωστη οδηγό του. Στο τέλος, ρώτησε κοφτά. "Εσύ ποια είσαι; Κάποιος δικός της;" Η κοπέλα δεν απάντησε μόνο σήκωσε το χέρι... "Να, εδώ σε αυτό το σπίτι!"... Δεν πίστευε στα μάτια του... "ένα μισογκρεμισμένο ερείπιο. "Με κοροϊδεύεις λοιπόν;" Αγρίεψε η φωνή του... "Εδώ δεν μένει κανείς! Το βρίσκεις αστείο;" Το κορίτσι τρύπωσε στα χαλάσματα.. Περίεργο, δεν ήταν κοπέλα πια.. Πως λάθεψε τόσο πριν; Αναρωτήθηκε αν τον έχει τρελάνει η μοναξιά... Το κορίτσι μπροστά του είναι δεν είναι δεκατεσσάρων χρονών... "Στάσου!" φώναξε, μα την είχε χάσει από τα μάτια του. Έφτασε ως εδώ, τι είχε να χάσει; Τρύπωσε κι αυτός. Όλα είχανε σκεπαστεί από το χώμα του χρόνου... Καμιά πατημασιά, μήτε της μικρής... Αδύνατον! Την είδε να μπαίνει μέσα! Στο καλό! Κι εδώ σίγουρα δεν μένει κανένας.
Κανονικά θα έπρεπε να είχε φύγει τότε... μα όλη αυτή η αφύσικη κατάσταση, τσίγκλησε την περιέργειά του όσο δεν πάει... Κράτησε την αναπνοή του να ακούσει κάποιο θόρυβο. Και τον άκουσε. Ερχότανε από πάνω, τρίξιμο ξύλου, πατημασιές... Μπροστά του μία σαπισμένη ξύλινη σκάλα. Μόνο ένας άνθρωπος πολύ ελαφρύς θα τολμούσε να την ανέβει. Μα τότε είδε στα σκαλοπάτια τις πατημασιές του μικρού κοριτσιού. "Έλα! Εδώ είναι", άκουσε την φωνή της να τον καλεί. Μα ήταν και κάτι άλλο. Προσεχτικά, και δρασκελώντας ήσυχα τα επικίνδυνα σκαλοπάτια, ανέβηκε. Η μαύρη γάτα στεκότανε στο απέναντι παράθυρο από την σκάλα, δίχως νιαούρισμα, ατάραχη και ξαπλωμένη. "Αυτή που είδες, ήταν η αδελφή μου, είπε το μικρό κορίτσι. Όταν πέθανα, θα έχανε την σύνταξη που έπαιρνα, και δεν θα είχε τίποτα για να κρατηθεί στη ζωή. Μέχρι τώρα τα κατάφερε μια χαρά, μα τώρα στο τέλος, τα έχει πια χάσει...Δεν θυμάται πως εγώ δεν είμαι εκείνη. Μα ούτε για τούτο σίγουρη πια είναι. Εκεί, στο μπαουλάκι το μικρό, εκεί βρίσκομαι. Εμένα ζητάς, η αδελφή μου δεν έκανε ποτέ κανένα κακό.. Δικός μου άντρας ήτανε, βάναυσος και κακός... Όλα μπορούσα να τα ανεχθώ, ήμουνα έτοιμη για τούτο από όταν έπαιζα με τις κούκλες. Μονάχα ένα δεν άντεξα.... Αλλά αυτά είναι παλιές ιστορίες... Τώρα κατηγορούνε την αδελφή μου για έναν πολύ παλιό φόνο, μα εδώ μέσα θα βρεις ότι χρειάζεται για να τους πεις την αλήθεια." Όση ώρα άκουγε το κορίτσι, έψαχνε με τα μάτια του να βρει την φωνή, φωνή που όλο και σκλήραινε. Δεν τα κατάφερε. Τα πατήματα της κοπέλας σταματούσανε μπροστά στο μπαούλο. Έκανε να φύγει, η όλη κατάσταση τον είχε τρομάξει. Και τότε είδε την γάτα, να τυλίγεται στα πόδια του νιαουρίζοντας, ενώ, ξανάκουσε την φωνή να τον καλεί να πάρει το μπαούλο. Γύρισε λοιπόν, με απόφαση , πήρε το μικρό μπαούλο, και σχεδόν πετώντας, ξαναβρέθηκε στον δρόμο.
Το μικρό μπαούλο, είχε ένα πακέτο γράμματα, μία παλιά ταυτότητα, και φωτογραφίες.... Το δίχως άλλο αποδεικνύανε το ποια πραγματικά ήτανε η γηραιά κυρία, αυτό που και η ίδια αγνοούσε. Στην αρχή σκέφτηκε να το πάει στη αστυνομία, μα θα έπρεπε να εξηγήσει πολλά, κι έπειτα, τότε σίγουρα θα της κόβανε την σύνταξη... Ένα τόσο παλιό έγκλημα, είναι πιθανότατα απλά μια κηλίδα στα χαρτιά, δίχως συνέπειες πραγματικές. Έτσι τον βόλευε να νομίζει. Το αληθινό σοκ όμως ήρθε όταν έμαθε όλη την αλήθεια, αυτή που τον έκανε σαν είδε την μαύρη γάτα στο παράθυρό του να τον κοιτάζει, να κάνει ένα δέμα το μικρό μπαούλο, να γράψει μία σύντομη επεξηγηματική επιστολή, και να το στείλει ταχυδρομικά στην Αστυνομία. Το έμαθε τυχαία, σε μια παλιά εφημερίδα που ο άνεμος έριξε στο πρόσωπό του, στην Κυριακάτικη βόλτα στο πάρκο. Στο σπίτι που τοιχοκόλλησε το ένταλμα, βρήκανε σε σήψη το σώμα μιας γυναίκας που πέθανε στον ύπνο της. Η γυναίκα που είχε δει στην πόρτα, δεν ήτανε πια ζωντανή. Δεν ήτανε ζωντανή, όπως συμπέρανε από την ημερομηνία της εφημερίδας, μόλις δυο μέρες μετά την επίσκεψή του, ούτε όταν την πρωτοείδε. Οπότε, κανένας φόβος δεν υπήρχε να κοπεί η σύνταξη...
Το νιαούρισμα μιας γάτας τον ξάφνιασε ευχάριστα. Έκανε ένα βήμα πίσω, για να έχει καλύτερη θεώρηση του χώρου, κι είδε μια μαύρη γάτα να πηδάει από τα κεραμίδια ενός ετοιμόρροπου κτηρίου, και να τον πλησιάζει. Η γάτα ήρθε και με σηκωμένη την ουρά και το τρίχωμα, τρίφτηκε επάνω του. " Θα με γεμίσει τρίχες", σκέφτηκε. "Άπιστες οι γάτες, σαν τις γυναίκες, σαν κάποιες γυναίκες". Συνέλαβε τον εαυτό του να ταυτίζεται με τον χαρακτήρα που απέδιδε στην γάτα, γοητευτικό, αλλά και συνάμα ενοχλητικό πολύ. Με τα πόδια του την έσπρωξε μακριά, μα κείνη πείσμωσε, νιαούρισε πιο δυνατά, και πάλι πλησίασε. Για να την χαϊδέψει, μήτε λόγος. Πολύ το κρύο!
Η πόρτα επιτέλους άνοιξε... "Τι θέλετε;" Τον ρώτησε μια γηραιά κυρία. Ήταν λεπτή, σα να την είχε κι όλας στραγγίξει ο χάρος. Τα χέρια της τρέμανε και δίχως άλλο όλος αυτός ο χρόνος της αναμονής της ήταν απαραίτητος, για να σύρει τα πόδια της ως την πόρτα... Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της θαμπά, σχεδόν άσπρα μάτια. Μα το έκανε με τρόπο που να μην κοιτάει την ψυχή. Η μαύρη γάτα, βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στο σπίτι. Ίσως αυτό από την αρχή να ήθελε, καθόλου αθώο λοιπόν το νιαούρισμά της. Πήρε ανάσα: "Είστε η κυρία Τάδε του κύριου Τάδε;" "Δεν θυμάμαι ποια είμαι", πήρε την συμφορητική απάντηση. Γύρω είχαν μαζευτεί σε μικρή απόσταση κόσμος, γείτονες προφανώς. Γύρισε προς εκείνους... "Εδώ δεν μένει η κυρία Τάδε του Τάδε;" Μικρό σούσουρο.... "Μου είπανε να παραδώσω αυτό το ένταλμα σε αυτό το σπίτι..." Κι από την τσέπη του παλτού του έβγαλε μία χαρτοταινία, κι άρχισε να το κολλάει στην πόρτα. Η γριά κυρία, αμίλητη τον κοίταγε.... "Εγώ ξέρω που μένει τώρα αυτή που ζητάτε"... Γύρισε και κοίταξε απορημένος. Ήταν ένα κορίτσι, γύρω στα δεκαεννιά - είκοσι χρονών. Θα μπορούσε να είχε φύγει τότε, άλλωστε η παράδοση είχε ολοκληρωθεί κατά το γράμμα του νόμου. Όμως το κορίτσι μίλησε με σιγουριά μεγάλη και το κυριότερο, ήτανε πολύ όμορφη! "Είναι εδώ κοντά;" ρώτησε τάχα ασυγκίνητος από την ομορφιά της, αρκετά αυστηρά. "Δεν έχω χρόνο για χάσιμο"... "Εδώ παραδίπλα, σας λέω, πολύ κοντά" Δίστασε, απόρησε μήπως δεν ήτανε φρόνιμο να παρακάμψει την διαδικασία. Μα την απάντηση την βρήκε στα μάτια της... "Μπορείτε να με πάτε τώρα; " "Μα φυσικά.." Σούσουρο απλώθηκε ανάμεσα στους λιγοστούς περίεργους του περίγυρου... Ποιο ήταν αυτό το κορίτσι, τι ήξερε που εκείνοι χρόνια αγνοούσαν, και ποια αυτή η τρελόγρια που χρόνια τώρα, στοιχειώνει την φτωχή μα χαρούμενη γειτονιά τους με σιωπή και θλίψη; Μα στο μεταξύ, ο Άγνωστος Κύριος με το παλτό, κι η νεαρή με το χρωματιστό φουστάνι και την εκρού, πλεχτή ζακέτα, είχανε κι όλας αναχωρήσει...
Ο Άνδρας είχε συνηθίσει να μην γελάει εύκολα, λόγο της εργασίας που χρόνια τώρα έκανε... Ήτανε γύρω στα τριανταπέντε, μοναχικός, δύστροπος χαρακτήρας... Φοβισμένος θα έλεγα.. Φοβότανε την μοναξιά μα τους ανθρώπους περισσότερο. Η στάση του μόνιμα επιθετική. Δεν ήταν από εκείνους που θα κορτάρανε εύκολα, ή που θα τον πρόσεχε κάποια. Πιο πολύ έδινε την εντύπωση της σκιάς ενός άνδρα, κι αυτό τόνιζε περισσότερο το παλτό που φόραγε, καθώς χανόντουσαν σε μικρά σοκάκια με την άγνωστη οδηγό του. Στο τέλος, ρώτησε κοφτά. "Εσύ ποια είσαι; Κάποιος δικός της;" Η κοπέλα δεν απάντησε μόνο σήκωσε το χέρι... "Να, εδώ σε αυτό το σπίτι!"... Δεν πίστευε στα μάτια του... "ένα μισογκρεμισμένο ερείπιο. "Με κοροϊδεύεις λοιπόν;" Αγρίεψε η φωνή του... "Εδώ δεν μένει κανείς! Το βρίσκεις αστείο;" Το κορίτσι τρύπωσε στα χαλάσματα.. Περίεργο, δεν ήταν κοπέλα πια.. Πως λάθεψε τόσο πριν; Αναρωτήθηκε αν τον έχει τρελάνει η μοναξιά... Το κορίτσι μπροστά του είναι δεν είναι δεκατεσσάρων χρονών... "Στάσου!" φώναξε, μα την είχε χάσει από τα μάτια του. Έφτασε ως εδώ, τι είχε να χάσει; Τρύπωσε κι αυτός. Όλα είχανε σκεπαστεί από το χώμα του χρόνου... Καμιά πατημασιά, μήτε της μικρής... Αδύνατον! Την είδε να μπαίνει μέσα! Στο καλό! Κι εδώ σίγουρα δεν μένει κανένας.
Κανονικά θα έπρεπε να είχε φύγει τότε... μα όλη αυτή η αφύσικη κατάσταση, τσίγκλησε την περιέργειά του όσο δεν πάει... Κράτησε την αναπνοή του να ακούσει κάποιο θόρυβο. Και τον άκουσε. Ερχότανε από πάνω, τρίξιμο ξύλου, πατημασιές... Μπροστά του μία σαπισμένη ξύλινη σκάλα. Μόνο ένας άνθρωπος πολύ ελαφρύς θα τολμούσε να την ανέβει. Μα τότε είδε στα σκαλοπάτια τις πατημασιές του μικρού κοριτσιού. "Έλα! Εδώ είναι", άκουσε την φωνή της να τον καλεί. Μα ήταν και κάτι άλλο. Προσεχτικά, και δρασκελώντας ήσυχα τα επικίνδυνα σκαλοπάτια, ανέβηκε. Η μαύρη γάτα στεκότανε στο απέναντι παράθυρο από την σκάλα, δίχως νιαούρισμα, ατάραχη και ξαπλωμένη. "Αυτή που είδες, ήταν η αδελφή μου, είπε το μικρό κορίτσι. Όταν πέθανα, θα έχανε την σύνταξη που έπαιρνα, και δεν θα είχε τίποτα για να κρατηθεί στη ζωή. Μέχρι τώρα τα κατάφερε μια χαρά, μα τώρα στο τέλος, τα έχει πια χάσει...Δεν θυμάται πως εγώ δεν είμαι εκείνη. Μα ούτε για τούτο σίγουρη πια είναι. Εκεί, στο μπαουλάκι το μικρό, εκεί βρίσκομαι. Εμένα ζητάς, η αδελφή μου δεν έκανε ποτέ κανένα κακό.. Δικός μου άντρας ήτανε, βάναυσος και κακός... Όλα μπορούσα να τα ανεχθώ, ήμουνα έτοιμη για τούτο από όταν έπαιζα με τις κούκλες. Μονάχα ένα δεν άντεξα.... Αλλά αυτά είναι παλιές ιστορίες... Τώρα κατηγορούνε την αδελφή μου για έναν πολύ παλιό φόνο, μα εδώ μέσα θα βρεις ότι χρειάζεται για να τους πεις την αλήθεια." Όση ώρα άκουγε το κορίτσι, έψαχνε με τα μάτια του να βρει την φωνή, φωνή που όλο και σκλήραινε. Δεν τα κατάφερε. Τα πατήματα της κοπέλας σταματούσανε μπροστά στο μπαούλο. Έκανε να φύγει, η όλη κατάσταση τον είχε τρομάξει. Και τότε είδε την γάτα, να τυλίγεται στα πόδια του νιαουρίζοντας, ενώ, ξανάκουσε την φωνή να τον καλεί να πάρει το μπαούλο. Γύρισε λοιπόν, με απόφαση , πήρε το μικρό μπαούλο, και σχεδόν πετώντας, ξαναβρέθηκε στον δρόμο.
Το μικρό μπαούλο, είχε ένα πακέτο γράμματα, μία παλιά ταυτότητα, και φωτογραφίες.... Το δίχως άλλο αποδεικνύανε το ποια πραγματικά ήτανε η γηραιά κυρία, αυτό που και η ίδια αγνοούσε. Στην αρχή σκέφτηκε να το πάει στη αστυνομία, μα θα έπρεπε να εξηγήσει πολλά, κι έπειτα, τότε σίγουρα θα της κόβανε την σύνταξη... Ένα τόσο παλιό έγκλημα, είναι πιθανότατα απλά μια κηλίδα στα χαρτιά, δίχως συνέπειες πραγματικές. Έτσι τον βόλευε να νομίζει. Το αληθινό σοκ όμως ήρθε όταν έμαθε όλη την αλήθεια, αυτή που τον έκανε σαν είδε την μαύρη γάτα στο παράθυρό του να τον κοιτάζει, να κάνει ένα δέμα το μικρό μπαούλο, να γράψει μία σύντομη επεξηγηματική επιστολή, και να το στείλει ταχυδρομικά στην Αστυνομία. Το έμαθε τυχαία, σε μια παλιά εφημερίδα που ο άνεμος έριξε στο πρόσωπό του, στην Κυριακάτικη βόλτα στο πάρκο. Στο σπίτι που τοιχοκόλλησε το ένταλμα, βρήκανε σε σήψη το σώμα μιας γυναίκας που πέθανε στον ύπνο της. Η γυναίκα που είχε δει στην πόρτα, δεν ήτανε πια ζωντανή. Δεν ήτανε ζωντανή, όπως συμπέρανε από την ημερομηνία της εφημερίδας, μόλις δυο μέρες μετά την επίσκεψή του, ούτε όταν την πρωτοείδε. Οπότε, κανένας φόβος δεν υπήρχε να κοπεί η σύνταξη...
35 σχόλια:
Με συνεπήρε η γραφή σου Νικόλα.. το παλτό.. το κορίτσι.. το ένταλμα.. το φάντασμα.. η μοναξιά.. το ΕΓΚΛΗΜΑ.. χάθηκα Νικόλα μου..
Την καλημέρα μου και μια αγκαλίτσα ζεστή, δική σου!
L.N.E
Καλή μέρα καλή μου! :))
Καλημερα νικο ..περιτα τα λογια για αυτο που γραφης,απλα μαγευτικο.Μη χανεσαι
Πολύ ομορφη ιστορία Νίκο.
Και μαρεσε πολυ το σημειο που λες 'ηταν αδυνατη σαν να την ειχε στραγγιξει ο Χάρος"
Νίκο καλημέρα απορροφήθηκα καιέχουμε και δουλειά.Και συγγραφικό ταλέντο!Να είσαι καλά .
καλημέρα!
τι έριξες μέσα στον καφέ σήμερα ;
υπέροχος. με καλομαθαίνεις.
Συγκλονιστική ιστορία ... τι να πω!
Μια χιονο-θαλασσινή καλημέρα απο μένα!
Θαλασσινή
Καλησπέρα Νίκο κι απο μένα!
Τι ιστορία ήταν αυτή... Η λεπτομέρειες που χρειαζόντουσαν ήταν τόσες, που όταν τελείωσα την ανάγνωση, μόλις τότε επανήλθα και στο σπίτι μου...
Σαν να ήμουν κι εγώ εκεί!!!
Καλό σου απόγευμα και...περιμένω ήδη το επόμενο ταξίδι...
Η λεπτομέρειες --- Οι λεπτομέρειες!
(Τυχαίνουν κι αυτά....)
Νίκο, γνωρίζω μια άλλη πλευρά της ιστορίας αυτής. Σε προκαλώ να την τολμήσεις με τέτοια δύναμη που διαθέτεις. Την απόγνωση μπρος στην ένδεια και την οργάνωση του "εγκλήματος".
Σε χαιρετώ.
BLAU ROSE χαίρομαι αν έτσι σε έκανε να νιώσεις!
Μαρία, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Μιρέλα αν κατάφερα και σε απορρόφησα τόσο που να αφήσεις την δουλειά σου , χαρά μου! :))
Λυγερή σε ευχαριστώ για το πέρασμά σου! :))
Νατάσα έριξα μάλλον κανέλα, και ναι, θέλω να σε καλομαθαίνω! :))
Θαλασσινή, σε ευχαριστώ! Αν θες γράψε το blog σου, να τα λέμε και από κει! :))
Eve σε ευχαριστώ για την συμμετοχή σου! :))
Ελένη, σε ευχαριστώ για τον καλό λόγο σου... Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα όμως... :)) Αλλά ούτε και να αρνηθώ! Θα δείξει..
Σας ευχαριστώ όλους σας! Ένα καλό βράδυ να έχετε! :))
Παρα πολύ καλός! Φοβερός. .
Καλώς σε βρήκα!
Σε περιμένω και από μένα
Mariel σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αν και λίγο υπερβολικά! :)) Καλό βράδυ να έχεις! :))
ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΒΡΑΔΥ ΝΙΚΟΛΑ ΜΟΥ ΦΙΛΑΚΙΑ
ΔΡΑΚΟΥΛΙΝΑ
Πολύ μου άρεσε αυτό που
διάβασα :))
Και πιο πολύ που η περιγραφή
των συναισθημάτων και των
εικόνων ήταν τόσο ακριβής που
τα βίωσα κι εγώ με κομένη
την ανάσα...!!
Καλό σου βραδάκι**
ω! Νίκο!
εκπληκτικό, εξαιρετικό...
να κι άλλο ένα ταλέντο σου...
καλό σου βράδυ!
Δρακουλίνα μου, καληνύχτα!
Μαργαρίτα, μου δίνεις μεγάλη χαρά με αυτά σου τα λόγια! :))
Ένα καλό βράδυ να έχεις! :))
Γωγώ, μόνο καλά λόγια πάντα! :)) Να είσαι καλά, καλή νύχτα να έχεις! :))
Νικόλα, τι πανέμορφο ταξίδι ήταν αυτό!!! Πραγματικά υπέροχη η γραφή σου, μ' ανατρίχιασε ευχάριστα απ' την πρώτη στιγμή.
Να έχεις ένα όμορφο βραδάκι
Σε ευχαριστώ Λάκη μου! Να είσαι καλά! :)) Καλό σου βράδυ! :))
Πέρασα και σε "ξαναδιάβασα"..
Δικαιολογία για να σου δώσω αγκαλίτσα λες; όχι. Γράφεις Νικόλα, γράφεις..
Την καληνύχτα μου και την αγκαλίτσα που λέγαμε..
L.N.E
"Όλα είχανε σκεπαστεί από το χώμα του χρόνου..."
Όλα από αυτό το χώμα θα σκεπαστούν και τότε δεν θα υπάρχει φόβος. Κανένας.
Καληνύχτα του ανέμου σκορπίσματα.
Ελένη μου καλημέρα! :))
Νοτα μου μέχρι να συμβεί κάτι αυτό, το παιχνίδι είναι δικό μας, κι αν ακόμα είναι "πουλημένος" ο διαιτητής, δεν πειράζει, εμείς θα παίξουμε για την φανέλα, και θα το χαρούμε νικήσουμε χάσουμε! :)) Καλημέρα! :))
Πολύ όμορφο ξανα νικολα μου..
Συνεχισε..ταξιδεψα..Καλημερα :)
Roadartist σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Καλημέρα :))
"ΝΑ ΞΕΚΙΝΑΜΕ ΑΡΑΓΕ ΑΠ' ΑΥΤΟΝ;
Νά είναι άραγε ο θάνατος Ιθάκη;"
Συναρπαστικο Νικο..σχεδον ξεχαστηκα..!! Ομορφο απογευμα σου ευχομαι.Την αγαπη μου.:))
.AERIKO.
Kαλησπέρα.Να γράψεις κι άλλες ιστορίες,ό,τι θες αλλά και και μια ιστορία για χαρούμενα παιδιά.Δεν ξέρω γιατί το'πα!
την καλησπέρα μου!
ήρθα σήμερα τελικά...
γράφεις με δυνατή ευαισθησία.
μου άφησες εικόνες να σκέφτομαι.
θα έρθω πάλι να περιπλανηθώ στα σοκάκια σου...
η φωτογραφία στην αρχή του μπλογκ είναι αριστούργημα.
:)
Aeriko χαίρομαι που σε έκανε να ξεχαστείς! :))
Όλα θα πάνε καλά δεν μπορώ να υποσχεθώ τόπατα.... θα δούμε! :))
exoaptonkyklo :))
maya σε ευχαριστώ για το ζεστό πέρασμά σου! Χαίρομαι που σου άρεσε κι η φωτογραφία. Θα σε περιμένω να ξανάρθεις. Όποτε θες! :))
Καλώς σε βρίσκω Νικόλα μου.
Με απορρόφησε η ιστορία σου κι αυτό για έναν χώρο όπου δύσκολα κάποιος διαβάζει μεγάλα κείμενα σημαίνει πολλά. Εύκολα θα μπορουσες να χάσεις το κέντρο, αλλά το κράτησες με ζόρικο τρόπο και ακριβώς την στιγμή που χανόταν το ξαναέφερνες μπροστά φανερά ή υπογεια. Και μου άρεσε που το κέντρο σου ήταν η σύνταξη της γριάς.
Σου γράφω με παύσεις τώρα γιατί σκέφτομαι, με προβλημάτισες. Θα διαβάσω κι άλλα σου κείμενα σιγά σιγά και μετά θα πω περισσότερα.
Δες μήπως προτιμάς μια μικρή αλλαγή: εκεί που λες τα χέρια τα βάσταγε στην τσέπη, να κάνεις το στην - η, δηλ. τα βάσταγε η τσέπη, νομίζω πως του ταιριάζει αυτού του ανθρώπου να τον βαστάνε τα πράγματα παρά να βαστιέται μόνος του.
Καλό σου βράδυ! Και καλή συνέχεια!
Βασιλική, χαρά μου που σε βλέπω εδώ! Μου αρέσει η εποικοδομητική κριτική, και θα χαρώ να ακούσω την γνώμη σου και για άλλα... Καλό βράδυ να έχεις και συ! :))
Καλησπέρα Νίκο
Όμορφη ιστορία με περισσότερα από ένα επίπεδα ανάγνωσης
Μάρκο, η γνώμη σου μετράει ιδιαίτερα για μένα.Ειδικά για σένα Μάρκο, κοίτα και αυτό: http://animusanimus.blogspot.com/ .Είναι ένα blog που νομίζω θα σε ενδιαφέρει. Καλό βράδυ! :))
Η σκέψη μου ταξίδεψε μέσα από το κείμενό σου!!!
Πολλές εικόνες, ανάμεικτα συναισθήματα. Σίγουρα πάντως ζώντς μέσα σε ένα όνειρο....
Καλώς σε βρήκα!!!
dyosmaraki χαίρομαι που είσαι εδώ, η παρουσία σου πολύτιμη! :))Το σχόλιό σου ζεστό και σε ευχαριστώ. Θα τα λέμε :))
Καλό απόγευμα! :))
Δημοσίευση σχολίου