H Ζωή Μιας Νεράιδας ( της κόρης μου Δανάης Παπανικολοπούλου Λαλέ - ετών 12 )
Στην λίμνη Στυμφαλία υπάρχει μια νεράιδα η Λέπρα. Όμορφη με δέρμα κρύο σαν τον πάγο, μαλλιά καστανά σγουρά, τα μάτια της ήταν μπλε σκούρο στο χρώμα του ουρανού και χαρακτήρα γλυκό, απότομο, ήρεμο και γαλήνιο σαν το νερό. Κόρη του Ήλιου και της Σελήνης αλλά επειδή την ζήλευαν πολύ οι γονείς της εξαιτίας της ομορφιάς της την έδιωξαν από τον ουρανό κι από αστέρι που ήταν την έκαναν νεράιδα και την παγίδεψαν στην λίμνη Στυμφαλία. Η Λέπρα μπορούσε να βγει μόνο τα βράδια επειδή και τα αστέρια μόνο την νύχτα φαίνονται αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν, έτσι κι αυτή. Κάθε βράδυ όταν έβγαινε χόρευε τον πιο λυπηρό χορό, μόλις τέλειωνε ο χορός κολύμπαγε στην λίμνη αργότερα κοίταζε τον ουρανό, έβλεπε τα αδέρφια της τα άστρα και την μητέρα της να την κοιτάζουν από ψηλά κι εκείνη άρχιζε να κλαίει. Έτσι περνούσε κάθε βράδυ η Λέπρα, μόνη και στεναχωρημένη σε όλη την παιδική της ηλικία με καμία ελπίδα για ευτυχία.
Σε μια άλλη χώρα ένα πριγκιπόπουλο ο Ντέρεκ μεγάλωνε. Αλλά αυτό το πριγκιπόπουλο δεν ήταν κακομαθημένο όπως τα άλλα πριγκιπόπουλα, μεγάλωνε με δυο γονείς υπερπροστατευτικούς και άκουγε κάθε βράδυ τις φωνές τους που μάλωναν αλλά μπροστά σε κόσμο έκαναν την χαρούμενη οικογένεια όμως όταν έφευγαν όλοι κι έμεναν μόνοι τους πάλι μάλωναν. Ο Ντέρεκ δεν άντεχε πια όλους αυτούς τους τσακωμούς των γονιών του, πολλές φορές του ερχόταν να τρέξει έξω από το σπίτι και να αρχίσει απλώς να τρέχει χωρίς να έχει προορισμό, χωρίς σκέψεις και αναμνήσεις απλά να έτρεχε μακριά από όσα των πληγώνουν και τον κάνουν να νιώθει καταπιεσμένος να πήγαινε σε μια χώρα μαγική και πανέμορφη, ονειρική χωρίς να ανησυχεί για το τι θα συμβεί στην ζωή του και να ζει έτσι για πάντα. Aλλά ήξερε ότι δεν γίνετε κάτι τέτοιο επειδή υπήρχαν ακόμα πολλά ερωτηματικά για τον έξω κόσμο που έπρεπε να μάθει. Πάντως όταν κοίταζε τον ουρανό ηρεμούσε και χαμογέλαγε στα αστέρια τα οποία είχαν προβλέψει ένα υπέροχο μέλλον για τον ίδιο.
Η Λέπρα κι ο Ντέρεκ μεγάλωναν σταθερά αφού περνούσαν τόσο εύκολα τα χρόνια σαν μέρες κι οι μέρες σαν ώρες. Ώσπου ήρθε η μέρα που έγινε κάτι πολύ θλιβερό πατέρας του Ντέρεκ πέθανε! Ντέρεκ δεν μπορούσε να το αντέξει αυτόν τον πόνο ακόμα κι αν μάλωναν πολύ συχνά κι όμως τον αγαπούσε βαθιά μέσα στην καρδιά του πολύ δυνατά για αυτό λοιπόν κι ένα βράδυ έφυγε από το σπίτι του ήταν νύχτα ατελείωτη για τον ίδιο δεν άντεχε να μένει στο ίδιο σημείο στο οποίο μάλωνε με τον πατέρα του αντί να τον αγκαλιάσει να τον ακούσει τι έχει να του πει μιας κι είναι μεγαλύτερος από εκείνον και ήξερε πολλά περισσότερα για τον κόσμο για τους ανθρώπους κι όμως εκείνος προτιμούσε να μαλώνει μαζί του. Υπήρχαν και καλές στιγμές όπως τότε που ήταν Χριστούγεννα στην αγκαλιά του πατέρα του κι άνοιγαν τα δώρα χαρούμενοι ή όταν είχαν πάει βόλτα στο δάσος κοντά στο σπίτι τους κι είχαν κάτσει πάνω σε ένα κούτσουρο και του έλεγε ιστορίες με γοργόνες, νεράιδες και ξωτικά κι τα πίστευε όλα αυτά .Τα βράδια πριν κοιμηθεί του έλεγε ένα παραμύθι κι ύστερα την πιο γλυκιά καληνύχτα και τον έπαιρνε κατευθείαν ο ύπνος, κι τώρα τίποτα σιωπή και μόνο σιωπή έτσι εκείνο το αναπάντεχο βράδυ αποφάσισε να φύγει για λίγα χρόνια μακριά από το σπίτι του, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ντύθηκε, πήρε μαζί του μερικά πράγματα, πήγε στους στάβλους πήρε το άλογο που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Αυτή η μέρα τον έκανε να νιώσει πολύ μεγάλος αν και ήταν μόνο δώδεκα ετών, κι όμως επειδή ο πατέρας του του είχε πει ότι είναι πια άντρας εκείνος το είχε πιστέψει. Θυμάται ακόμα και την πρώτη φορά που προσπάθησε να ανέβει στο άλογο του είχε φανεί τόσο περίεργο που στην αρχή φοβόταν να δοκιμάσει αλλά τώρα ανέβηκε με πολύ ευκολία, διότι ο πατέρας του του είχε μάθει. Άρχισε να ιππεύει και γρήγορα το άλογο ξεκίνησε να τρέχει, από τα μάτια του Ντέρεκ έτρεχαν δάκρυα σαν ποτάμι ξαφνικά ένιωσε μια ζαλάδα κι λίγο αδύναμος τότε έπεσε από το άλογο και χτύπησε το κεφάλι του. Όταν ξύπνησε είδε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια μεγάλη λίμνη του φάνηκε βαθιά. Κοίταξε γύρω του δεν έβλεπε πουθενά το άλογο... ένιωσε τόσο άχρηστος που έχασε το δώρο του πατέρα του που μόνο αυτό είχε πια, αφού είχε μάθει ότι η μητέρα του είχε ήδη βρει άλλον άντρα . Ένιωθε μόνος. Δοκίμασε να κολυμπήσει στη λίμνη ώστε να ξεπλυθεί από τα χώματα και τις λάσπες. Όταν τελείωσε κάθισε κι έκοψε ένα μήλο κι έφαγε κάτω από το δέντρο μπροστά στη λίμνη και κοίταγε πέρα μακριά στα βουνά κι έκανε όνειρα πολλά και γεμάτα αλλά δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τα πραγματοποιήσει δυστυχώς του έλειπε η αισιοδοξία, για να τα κάνει αληθινά.
Δανάη Παπανικολοπούλου Λαλέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου