Σου χτύπησε ο άνεμος την πόρτα,
μα κει δεν ήσουν.
"Κλειστό" έγραφες, "κανείς
εδώ πια να περιμένει"...
Μία σκιά στην χαραμάδα αναπνέει
κι ένα φως ψυχής που υπομένει...
Εκεί δεν ήσουν
όταν χτύπησε η θύελλα την πόρτα
μανιασμένη,
τα ίχνη του "εδώ σου" προσπαθώντας
απέλπιδα με πόνο να τα σβήσει.
Της μοναξιάς σου η σκιά
κρυφοκοιτάει
μα χαμηλώνει τα μάτια σαν κοιτώ.
Εχθρό με νοιώθει,
ένα αγκάθι που πονάει,
και ρόδα στα χέρια ας κουβαλώ.
Και γω ανάξιος που έμαθα να είμαι
έχω στοιχειώσει την θύρα από καιρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου