Το πρωί τα χέρια ήταν καθαρά,
η καρδιά στη θέση της
και οι αράχνες είχαν γεμίσει το σπίτι.
Το σπίτι σου.
Η πόρτα πλέον δεν ανοίγει,
ιστός γερός την σκεπασε.
Τα παράθυρα κάποιος τα ξέχασε,
την νύχτα, ανοιχτά!
Το φως του ήλιου σαν πάχνη
εισβάλει στο δωμάτιο του νου,
και δεν μπορείς ούτε αυτό
να πλησιάσεις και να κλείσεις.
Κάτω από τα πόδια σου
κολάει ακόμα το αίμα, δε στέγνωσε.
Η γεύση του αρμυρή και συ πεινάς.
Σου μπαίνει στο νου η ιδέα
να γευματίσεις τ΄απομεινάρια
του φτηνού ερωτά σου...
Αηδιάζεις... Κοιτάς τα χέρα.
Κόκκινα γίνανε κι αυτά.
Το χρώμα της μοίρας σου.
Μιας μοίρας που ποτέ δεν αγαπήθηκε
και διαμαρτύρεται ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου